Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ νόμοι οἱ τ

См. также в других словарях:

  • νομοί — νομός place of pasturage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόμοι — Νόμος that which is in habitual practice masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμοι — νόμος that which is in habitual practice masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροτικοί νόμοι — Αρχαίοι ρωμαϊκοί νόμοι με αντικείμενο τη διανομή του ager publicus (βλ. λ. αγρός) …   Dictionary of Greek

  • Ρήνου νομοί — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστοί 2 νομοί της Γαλλίας. 1. Ρ., Άνω (Haut Rhin). Αποτελείται από ένα τμήμα της Αλσατίας (έκτ. 3.525 τ. χλμ., κάτ. …). Πρωτεύουσα του νομού η πόλη Κολμάρ (κάτ. …). Πρόκειται για ορεινό νομό που διασχίζεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • σίτου, νόμοι — (corn laws αγγλικά). Ονομασία που δόθηκε στη νομοθεσία που εφαρμόστηκε στην Αγγλία για τέσσερις και περισσότερο αιώνες (από το 1436 ως το 1846) στο εμπόριο των σιτηρών για προστατευτικούς σκοπούς. Στα εισαγόμενα δημητριακά επιβάλλονταν αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»